- επωμίδιον
- το маленький погон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επωμίδιος — ἐπωμίδιος, ία, ον (Α) [επωμίς] αυτός που βρίσκεται πάνω στους ώμους («ἐπωμίδιος φλέψ», Ιπποκρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπωμίδιον μικρή επωμίδα … Dictionary of Greek